συκοφαντητός

From LSJ

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφαντητός Medium diacritics: συκοφαντητός Low diacritics: συκοφαντητός Capitals: ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: sykophantētós Transliteration B: sykophantētos Transliteration C: sykofantitos Beta Code: sukofanthto/s

English (LSJ)

συκοφαντητή, συκοφαντητόν, to be quibbled about, οὐ σ. ἦν τὰ τοιαῦτα after all, such points need not be unduly pressed, Sch.Ar.Ra.53.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφαντητός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς ψευδῆ κατηγορίαν ἢ διαβολήν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 53.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συκοφαντῶ
1. (για πράξη) ο δεκτικός συκοφαντίας, αυτός που μπορεί να συκοφαντηθεί
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πέσει θύμα συκοφαντίας, συκοφαντημένος.