A to be rough or angry, S.Fr.1075.
ὀκριάζω: εἶμαι τραχὺς ἢ ὠργισμένος, Σοφ. Ἀποσπ. 918.
ὀκριάζω (Α) όκριςείμαι τραχύς ή οργισμένος.
ὀκριάζω: Soph. = ὀκριάω.