διάριον

Revision as of 13:25, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1, $2-$3")

English (LSJ)

τό, = Lat.

   A diarium, day-wage, POxy.1729 (iv A. D.), etc.

Spanish (DGE)

-ου, τό
lat. diarium, jornal, salario de un día δ. τροφῷ SB 12375.54 (II a.C.), μισθοῦ ἤτοι διαρίου PStras.40.45 (VI d.C.), cf. POxy.1729.11 (IV d.C.), PKlein.Form.87.3 (VI d.C.), Iust.Nou.123.16, Cod.Iust.12.17 proem., IG 10(2).24.11 (VII d.C.).

Greek Monolingual

διάριον, το (AM)
1. καθημερινή καταγραφή δοσοληψιών ή συμβάντων, ημερολόγιο
2. ημερήσια μερίδα τροφής μοναχών.