διάριον
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
English (LSJ)
τό, = Lat. diarium, day-wage, POxy.1729 (iv A. D.), etc.
Spanish (DGE)
-ου, τό
lat. diarium, jornal, salario de un día δ. τροφῷ SB 12375.54 (II a.C.), μισθοῦ ἤτοι διαρίου PStras.40.45 (VI d.C.), cf. POxy.1729.11 (IV d.C.), PKlein.Form.87.3 (VI d.C.), Iust.Nou.123.16, Cod.Iust.12.17 proem., IG 10(2).24.11 (VII d.C.).
Greek Monolingual
διάριον, το (AM)
1. καθημερινή καταγραφή δοσοληψιών ή συμβάντων, ημερολόγιο
2. ημερήσια μερίδα τροφής μοναχών.