δοχός

Revision as of 14:25, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

όν, (δέχομαι)

   A containing, able to hold, θερμοῦ καὶ ὑγροῦ Thphr. CP2.4.11.    II Subst. δοχός, ὁ, receptacle, Hsch.; also, = λουτήρ, Id.

German (Pape)

[Seite 663] aufnehmend, fassend, τινός, Theophr. Bei Hesych. subst., = δοχεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

δοχός: -όν, (δέχομαι) δεχόμενος, περιλαμβάνων, δυνάμενος νὰ περιλάβῃ, Λατ. capax, μετὰ γεν., Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4, 12. ΙΙ. δοχός, ὁ, δοχεῖον, Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ἡ
receptáculo, recipiente, depósito δ. οὖσα καὶ τοῦ θερμοῦ καὶ τοῦ ὑγροῦ siendo (la tierra) receptáculo del calor y la humedad Thphr.CP 2.4.12, cf. Hsch.
esp. palangana, bañera Hsch.
ref. pers., fig. la que recibe y contiene, receptáculo ἤκουσεν ἡ παρθένος τὸ «χαῖρε», καὶ εὐθέως δ. ἀνεδείχθη Abr.Eph.Annunt.4.

Greek Monolingual

δοχός, -όν (Α)
δεκτικός, χωρητικός.