χωρητικός

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρητικός Medium diacritics: χωρητικός Low diacritics: χωρητικός Capitals: ΧΩΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chōrētikós Transliteration B: chōrētikos Transliteration C: choritikos Beta Code: xwrhtiko/s

English (LSJ)

χωρητική, χωρητικόν,
A able to contain, ὑγρότητος Sch.Ptol.19.
2 capable of, ἄνθρωπος ζῷον λογισμοῦ χ. Ael.NA2.11, cf. S.E.P.3.121. Adv. χωρητικῶς Suid. s.v. χανδόν.

German (Pape)

[Seite 1387] fassend, in sich begreifend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable de contenir, gén..
Étymologie: χωρέω.

Russian (Dvoretsky)

χωρητικός: способный вместить, вмещающий (τινος Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

χωρητικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ χωρήσῃ, νὰ περιλάβῃ τι, δεκτικός, λογισμοῦ Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 11, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 121. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χωρητός
ο ικανός να χωρέσει, να περιλάβει κάτι
νεοελλ.
φρ. «χωρητική αντίσταση»
(ηλεκτρολ.) η αντίσταση που προβάλλει στη διέλευση ενός ημιτονοειδούς εναλλασσόμενου ρεύματος ένας πυκνωτής ή ένας οποιοσδήποτε αγωγός ορισμένης χωρητικότητας
αρχ.
ο δεκτικός επιδράσεων.
επίρρ...
χωρητικῶς Α
με χωρητικό τρόπο, με δεκτικότητα.