στασιαστικῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
en factieux.
Étymologie: στασιαστικός.
Russian (Dvoretsky)
στᾰσιαστικῶς: бунтарски, мятежно, как повстанцы: σ. ἔχειν Plat., Dem. восставать, бунтоваться.
English (Woodhouse)
(see also: στασιαστικός) factiously, seditiously