στασιαστικός

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰσιαστικός Medium diacritics: στασιαστικός Low diacritics: στασιαστικός Capitals: ΣΤΑΣΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stasiastikós Transliteration B: stasiastikos Transliteration C: stasiastikos Beta Code: stasiastiko/s

English (LSJ)

στασιαστική, στασιαστικόν,
A seditious, factious, opp. πολιτικός, Pl.Plt.303c; λόγοι Aeschin.3.208; πράττειν οὐδὲν στασιαστικόν Plu.Cor.6. Adv., στασιαστικῶς ἔχειν = to be factious, πρός τινας D.9.21, 18.61; στασιαστικῶς χρῆσθαι τοῖς ὀστρακισμοῖς = in a factious spirit, Arist.Pol.1284b22.

German (Pape)

[Seite 929] aufrührerisch; Gegensatz πολιτικός, Plat. Prot. 303 c; στασιαστικῶς ἔχειν, Gegensatz von ὁμονοητικῶς ἔχειν, = στασιάζειν, Phaedr. 263 a; vgl. κακῶς ἔχοντας πρὸς ἑαυτοὺς καὶ στασιαστικῶς, Dem. 18, 61; u. Sp., στασιαστικὰ πράττειν, D. Cass. 57, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
séditieux.
Étymologie: στασιάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στασιαστικός -ή -όν [στασιάζω] die een partij of factie vormt, geneigd tot partijstrijd, partijdig; adv.. στασιαστικῶς ἔχειν πρὸς αὑτούς onderling in conflict zijn met elkaar Dem. 9.21; στασιαστικῶς ἐχρῶντο τοῖς ὀστρακισμοῖς ze gebruikten ostracismen voor partijpolitieke doeleinden Aristot. Pol. 1284b22. van zaken conflict of partijstrijd aanwakkerend, opruiend, oproerig.

Russian (Dvoretsky)

στᾰσιαστικός: призывающий к восстанию, мятежный (λόγοι Aeschin.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / στασιαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ στασιάζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στασιαστή, αυτός που προκαλεί στασιασμό (α. «στασιαστική συγκέντρωση» β. «οὐκ ὄντας πολιτικοὺς ἀλλὰ στασιαστικούς», Πλάτ.
γ. «πράττειν οὐδὲν στασιαστικόν», Πλούτ.).
επίρρ...
στασιαστικῶς Α
1. με τρόπο που ταιριάζει σε στασιαστή
2. φρ. α) «στασιαστικῶς ἔχω» — ρέπω προς στασιασμό (Πλάτ.)
β) «στασιαστικώς χρώμαί τινι» — μεταχειρίζομαι κάτι με πνεύμα στασιαστή (Αριστοτ.).

Greek Monotonic

στᾰσιαστικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε στασιασμό ή είναι ικανός για στάση ή εξέγερση, στασιαστικός, επαναστατικός, αντάρτικος, σε Πλάτ. κ.λπ.· στασιαστικῶς ἔχειν, διάκειμαι ευνοϊκά απέναντι σε ενδεχόμενη στάση, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς στασιασμόν, ἀντίθετον τῷ πολιτικός, Πλάτ. Πολιτ. 303C· λόγοι Αἰσχίν. 83. 34· πράττειν οὐδὲν στ. Πλουτ. Κοριολ. 6. - Ἐπίρρ., στασιαστικῶς ἔχειν, εἶμαι στασιαστικός, διάκειμαι εὐκόλως εἰς στάσιν, περί τι Πλάτ. Φαῖδρ. 263Α· πρός τινα Δημ. 116. 9., 245. 20· στ. χρῆσθαι τοῖ ὀστρακισμοῖς, μὲ πνεῦμα στασιαστικόν, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 13, 23.

Middle Liddell

στᾰσιαστικός, ή, όν
seditious, factious, Plat., etc.: Adv., στασιαστικῶς ἔχειν to be factious, Dem.

English (Woodhouse)

factious, seditious, causing inflammation, facticus

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)