adv.contre la règle, à tort.Étymologie: πλημμελής.
πλημμελῶς adv. van πλημμελής.
πλημμελῶς: беспорядочно, нестройно (κινεῖσθαι Plat.).
(see also: πλημμελής) falsely, faultily, jarringly