στατική
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
βλ. στατικός.
Russian (Dvoretsky)
στᾰτική: ἡ (sc. ἐπιστήμη или τέχνη) статика, учение о весе Plat.
English (Woodhouse)
(see also: στατικός) art of weighing
η, ΝΜΑ
βλ. στατικός.
στᾰτική: ἡ (sc. ἐπιστήμη или τέχνη) статика, учение о весе Plat.
(see also: στατικός) art of weighing