κενόφρων

Revision as of 14:00, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

German (Pape)

[Seite 1417] ονος, Leeres, Nichtiges sinnend, βουλεύματα Aesch. Prom. 761.

Greek (Liddell-Scott)

κενόφρων: -ον, (φρὴν) ἔχων κενὸν νοῦν, κενὰς φρένας, ματαιόφρων, βουλεύματα Αἰσχύλ. Πρ. 762· πρβλ. κενεόφρων.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
d’esprit vain, frivole.
Étymologie: κενός, φρήν.

Greek Monolingual

κενόφρων και κενεόφρων, ὁ (Α)
αυτός που ματαιοφρονεί, ανόητος, μωρός, άμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ηδύ-φρων, καρτερό-φρων].

Greek Monotonic

κενόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει άδειο κεφάλι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κενόφρων: 2, gen. ονος пустой, легкомысленный, бессмысленный (βουλεύματα Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενόφρων -ον [κενός, φρήν] leeghoofdig.

Middle Liddell

φρήν
empty-minded, Aesch.

English (Woodhouse)

foolish