ἡμικοτύλιον

Revision as of 14:20, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῠ], τό</b>" to "ῠ], τό")

English (LSJ)

[ῠ], τό,

   A half-κοτύλη, Hp.Nat.Mul.47, 107, Arist.HA573a7, Dieuch. ap.Orib.4.7.37, etc., dub. in IG12.842A2.

German (Pape)

[Seite 1168] τό, gew. Form für ἡμικοτύλη, Arist. H. A. 6, 18; B. A. 263.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμικοτύλιον: τὸ, = ἡμικοτύλη, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 18, 21.

Greek Monolingual

ἡμικοτύλιον, τὸ (Α)
μέτρο χωρητικότητας υγρών, μισή κοτύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κοτύλ-ιον (< θ. κοτύλ- του κοτύλη + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδ-ίον)].

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐκοτύλιον: (ῠ) τό полкотилы (= 0.137 л) Arst.