ὑλοδρόμος

Revision as of 14:50, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ον,

   A wood-ranging, θῆρες Ar.Th.47; ἡ πιθήκη ὑλοδρόμος κέκληται Ael.NA6.26.

German (Pape)

[Seite 1177] im Walde laufend; θῆρες, Ar. Th. 47; E. M.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλοδρόμος: -ον, ὁ διατρέχων τὰ δάση, θῆρες, Ἀριστοφ. Θεσμ. 47.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διατρέχει τα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. υδρο-δρόμος.

Russian (Dvoretsky)

ὑλοδρόμος: (ῡ) бегающий по лесам (θῆρες Arph.).

English (Woodhouse)

roaming through woods