ὑλοδρόμος

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλοδρόμος Medium diacritics: ὑλοδρόμος Low diacritics: υλοδρόμος Capitals: ΥΛΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: hylodrómos Transliteration B: hylodromos Transliteration C: ylodromos Beta Code: u(lodro/mos

English (LSJ)

ὑλοδρόμον, wood-ranging, θῆρες Ar.Th.47; ἡ πιθήκη ὑλοδρόμος κέκληται Ael.NA6.26.

German (Pape)

[Seite 1177] im Walde laufend; θῆρες, Ar. Th. 47; E. M.

Russian (Dvoretsky)

ὑλοδρόμος: (ῡ) бегающий по лесам (θῆρες Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑλοδρόμος: -ον, ὁ διατρέχων τὰ δάση, θῆρες, Ἀριστοφ. Θεσμ. 47.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διατρέχει τα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. υδροδρόμος.

English (Woodhouse)

roaming through woods

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)