ἀπορραντήριον

Revision as of 15:17, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

τό, (ἀπορραίνω)

   A a vessel for sprinkling with holy water, E.Ion435, IG1.143, al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορραντήριον: τό, (ἀπορραίνω) ἀγγεῖον πρὸς ῥαντισμὸν ἡγιασμένου ὕδατος, Εὐρ. Ἴων 435, Συλλογ. Ἐπιγρ. 137, 10, 141.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase d’eau lustrale.
Étymologie: ἀπορραίνω.

Spanish (DGE)

-ου, τό
aspersorio para el agua sagrada E.Io 435, ἀ. ἀργυρōν IG 13.317.5, 318.13, 319.19, 320.27 (V a.C.).

Greek Monolingual

ἀπορραντήριον, το (Α)
αγγείο που χρησιμοποιείται για ράντισμα με αγιασμένο νερό.

Greek Monotonic

ἀπορραντήριον: τό (ἀπορραίνω), αγγείο που χρησιμοποιείται για τον ραντισμό με αγιασμένο νερό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπορραντήριον: τό культ. кропильница Eur.

Middle Liddell

ἀπορραίνω
a vessel for sprinkling with holy water, Eur.

English (Woodhouse)

vessel for sprinkling