ἰσθμώδης

Revision as of 15:30, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ες,= ἰσθμοειδής, Th.7.26: Sup., Scymn.926.

German (Pape)

[Seite 1263] ες, = ἰσθμοειδής, Thuc. 8, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσθμώδης: -ες, = ἰσθμοειδής, Θουκ. 7. 26.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un isthme.
Étymologie: ἰσθμός, -ωδης.

Greek Monolingual

ἰσθμώδης, -ῶδες (Α) ισθμός
ισθμοειδής, όμοιος με ισθμό.

Greek Monotonic

ἰσθμώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με ισθμό, = ἰσθμοειδής, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσθμώδης: имеющий вид перешейка, узкий как перешеек (χωρίον Thuc.).

Middle Liddell

ἰσθμ-ώδης, ες εἶδος
like an isthmus, Thuc.

English (Woodhouse)

shaped like an isthmus