ισθμοειδής
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
ἰσθμοειδής, -ές (Α)
όμοιος με ισθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσθμός + -ειδής (< εἶδος)].
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
ἰσθμοειδής, -ές (Α)
όμοιος με ισθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσθμός + -ειδής (< εἶδος)].