ἀτεκνόω

Revision as of 18:10, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")

English (LSJ)

   A make childless:— Pass., of the earth, to be barren, LXX 4 Ki.2.19.

German (Pape)

[Seite 384] kinderlos machen, Anth. XIV, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτεκνόω: καθιστῶ τινα ἄτεκνον, Εὐστ. Πονημάτ. 306. 55: - Παθ. στεροῦμαι τῶν τέκνων μου, Ἀνθ. Π. 14, 40­­­ - ἐπὶ γῆς, εἶμαι ἄγονος, Ἑβδ. (Δ΄, Βασ. β΄, 19), ἔνθα διάφ. γρ. ἀτεκνουμένη, ἀλλὰ πρβλ. τὴν νέαν ἐκ τοῦ Ἑβρ. μετάφρ. τῆς Βιβλ. Ἑταιρείας.­­­­­­­ ― Οὐσιαστ., ἀτέκνωσις, ἡ, στείρωσις, Βασιλ. τ. 2. σ. 121Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rendre stérile.
Étymologie: ἄτεκνος.

Spanish (DGE)

1 tr. privar de hijos, de descendencia πάτρα γάρ μ' ἀτέκνωσε IMEG 13.11, Αἴγυπτον ἠτέκνωσας Melit.Pasch.231, cf. 17, en v. pas., LXX Ge.27.45, Os.9.12, Melit.Pasch.92
fig. τὴν ἀδικίαν ἀτεκνώσας Melit.Pasch.487
abs. esterilizar la tierra τὰ Ἰεριχούντια ῥεύματα ἀτεκνοῦντα Isid.Pel.Ep.M.78.189B, τῆς ἀτεκνούσης πηγῆς Const.App.7.37.3.
2 intr. ser estéril de ovejas, LXX Ca.4.2.

Greek Monotonic

ἀτεκνόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον άτεκνο — Παθ., στερούμαι τα παιδιά μου, σε Ανθ.

Middle Liddell


to make childless:— Pass. to be deprived of children, Anth.