ἀπαράθραυστος

Revision as of 14:09, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον,

   A unshaken, not to be shaken, Olymp.in Phlb.p.274S., Eustr.in EN297.26.

German (Pape)

[Seite 279] nicht abgebrochen, Eustrat. zu Nicom. 1, 5 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράθραυστος: -ον, ὁ μὴ θραυόμενος, ἀδιάσειστος, ἀσάλευτος, τὴν πίστην συντηρήσειν ἀπαράθραυστον Ἀθαν. τ. 2. σ. 229D.

Spanish (DGE)

-ον
1 ininterrumpido μεταβολή Dam.in Phlb.191.
2 inconmovible πίστις Ath.Al.M.28.1585A, κανών Tz.Comm.Ar.1.169.19, cf. Eustr.in EN 297.26.

Greek Monolingual

ἀπαράθραυστος, -ον (AM)
αυτός που δεν μπορεί να σπάσει, ο ασάλευτος («τὴν πίστιν ἀπαράθραυστον ἔχοντες»).