δρακοντοκέφαλος
English (LSJ)
ον,
A with a serpent's head, BGU1065.9 (i A. D.), Suid. s.v. Ἑκάτην.
German (Pape)
[Seite 664] schlangenköpfig, Suid. v. Ἑκάτη.
Spanish (DGE)
-ον
de cabeza de serpientede un brazalete BGU 1065.9 (I d.C.) en BL 1.93, τὰ δὲ φάσματα αὐτῆς (τῆς Ἑκάτης) δρακοντοκέφαλοι φαίνονται ἄνθρωποι Ps.Nonn.Comm.in Or.39.10, cf. Sud.s.u. Ἑκάτην.