Ἑκάτη
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (ἕκατος)
A Hecate, lit. she who works her will, Hes.Th. 411, h.Cer.25,52, E.Fr.955, etc.; Ἑ. φωσφόρος Ar.Fr.594a, E.Fr. 968.
b v. ἕκατος.
II Ἑκάτης δεῖπνον Hecate's dinner, a meal set out by rich persons at the foot of her statue ἐν τριόδοις on the 30th day of each month, when it became a sort of dole for beggars and paupers, Ar.Pl.594 et Sch. adloc., cf. Plu.2.280c, 290d, AB247: hence, as it consisted of offal, Ἑκαταῖα κατεσθίειν, of a rapscallion, D.54.39, cf. Luc.DMort.1.1.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. -τα B.Fr.1B.1, A.Supp.676, E.Hipp.142
• Prosodia: [-ᾰ-]
Hécate
I 1la diosa, hija del titán Perses y de Asteria h.Cer.25, 52, Hes.Th.411, 418, 441, Musae.B 16, Apollod.1.2.4, más tarde considerada hija de la Noche, B.l.c., de Aristeo el hijo de Peón, Pherecyd.44, de Zeus y Deméter, Call.Fr.466, Sch.Theoc.2.12, de Deo, Orph.Fr.41, de Leto, E.Ph.110, de Ferea la hija de Eolo, Sch.Theoc.2.36, de Admeto, Hsch.s.u. Ἀδμήτου κόρη
•madre de Escila, A.R.4.829, de Medea y Circe, D.S.4.45, Sch.A.R.3.200b, 240
•considerada nodriza de Perséfone, tb. llamada reina de los muertos, Sch.Theoc.2.12
•identificaciones: c. Ifigenia, Hes.Fr.23(b), c. Enodia, S.Fr.535.2, EM 344.42G., c. Ártemis A.Supp.676, Ἄρτεμις Ἑ. Sokolowski 3.18B.11 (Ática IV a.C.), ID 409b.19 (II a.C.), IG 42.499 (I/II d.C.), Suppl.Mag.49.40, Sch.S.OT 160, Sud., EM 319.42G., c. Atena y Ártemis, Diogenian.1.8.39, Greg.Cypr.2.3.14 (p.86)
•asociada a la Luna, Plu.2.416e, Ἑ. πολυώνυμος Hécate la de muchos nombres Nonn.D.44.193, a Anubis en Egipto, Plu.2.368e, al número tres Theol.Ar.37
•cultos en el Ática c. estatuas ante las puertas y las encrucijadas donde se colocaban ofrendas, Ar.Pl.594, Luc.DMort.1.1, c. procesiones, Plu.2.862a, en Egina, Paus.2.30.2, Argos, Paus.2.22.7, Bizancio, Hsch.Mil.1.15, en Tarento bajo el epít. de Afrato, Hsch.α 8761
•c. cultos orgiásticos y mistéricos en el Berecinto y Samotracia, Arist.Mir.847a6, Str.10.3.10, 20, Macar.1.61, Nonn.D.3.75, 29.214, Sch.Ar.Pax 277, en Paflagonia en un templo supuestamente fundado por Medea, Nymphis 8, A.R.4.247
•en Caria en un templo en la ciudad de Lagina, Str.14.2.25, IStratonikeia 507.6 (I a.C.), 289.9 (II d.C.), en Hecatesia bajo el epít. de Laginitis, St.Byz.s.u. Ἑκατησία
•entre los escitas, Plu.Fluu.5.2
•se le ofrecían perros y peces, Plu.2.277b, 280c, 290d, 708f, Sch.Theoc.2.12d, Ath.325a
•frec. invocada, E.Hel.569, Tr.323, Ph.110, A.R.3.1035
•junto a Brimo, A.R.3.1211, en juramentos por ella νὴ τὴν Ἑκάτην Ar.Th.858, A.R.3.985
•c. varios epít. φωσφόρος Ar.Fr.608, E.Fr.968, SEG 24.589 (Anfípolis), χθονία Trag.Adesp.375, Artem.2.37, IK 127.35 (III d.C.), IG 3(3).106a.6, μέλαινα SEG 39.1380 (Frigia III d.C.), σώτειρα SEG 40.1241 (Frigia II/III d.C.), τριοδῖτις, τρίμορφος, τριπρόσωπος Chariclid.1, cf. SEG 30.326.18 (Atenas I d.C.), ταῦρος, κύων, λέαινα, ἵππος Porph.Abst.3.17, 4.16
•especialmente unida a ritos mág., Luc.Nec.9, Philops.14, Ach.Tat.3.18.4
•tít. de una comedia de Dífilo, Ath.645a, de otra de Nicóstrato, Ath.499b.
II 1Ἄλσος Ἑκάτης Bosque sagrado de Hécate promontorio de la Sarmacia europea, al oeste de la actual península de Crimea, Ptol.Geog.3.5.2, Peripl.M.Eux.58.
2 Ἑκάτης νῆσος Isla de Hécate islote situado entre Renea y Delos, donde los delios hacían ofrendas a Iris, Semus 2, 5.
3 Ἄντρον Ἑκάτης Cueva de Hécate localidad de Zerinto en Tracia, St.Byz.s.u. Ζήρυνθος.
4 Ἑκάτης μυχός supuesta caverna de la luna donde las almas sufren castigo u obtienen recompensa tras la muerte, Plu.2.944c.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Hécate, divinité qui se confondit postérieurement avec Artémis.
Étymologie: fém. de ἕκατος.
German (Pape)
Bein. der Artemis, Aesch. Suppl. 661.
Russian (Dvoretsky)
Ἑκάτη: дор. Ἑκάτα (κᾰ) ἡ Геката (дочь Персея и Астерии, по друг. - Зевса и Деметры, богиня подземного мира, позже - богиня луны, отожд. с Артемидой Hes., Aesch., Eur., Theocr.): Ἑκάτης δεῖπνον Luc. = Ἑκαταῖα.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑκάτη: ἡ, (ἕκᾰτος) ἡ μακρὰν ἐξικνουμένη, θυγάτηρ τοῦ Πέρσου καὶ τῆς Ἀστερίας, ἐγγονὴ δὲ τοῦ Κοίου καὶ τῆς Φοίβης, ἔχουσα ἐξουσίαν παρὰ τοῦ Διὸς ἐν οὐρανῷ, ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ· αὕτη προΐστατο τῶν ἁγνιστικῶν τελετῶν, ἦτο χορηγὸς πλούτου, τιμῶν, νίκης καὶ εὐπλοίας, ἦτο δὲ καὶ προστάτις τῶν ἀρτιγενῶν βρεφῶν, Ἡσ. Θ. 411 κἑξ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 25. 52, ἔνθα παρίσταται ὡς φέρουσα ἐν χερσὶ λαμπάδα, σέλας ἐν χείρεσσιν ἔχουσα, δι’ ὃ ἐκαλεῖτο καὶ φωσφόρος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 535· Ἑκάτα δαϊδοφόρε, Νυκτὸς μεγαλοκόλπου θύγατερ Βακχυλ. Ἀποσπ. 31 (40) ἔκδ. Blass· βραδύτερον ἐταυτίζετο τῇ Ἀρτέμιδι (πρβλ. ἕκατος), ἐνίοτε δὲ τῇ Δήμητρι καὶ τῇ Ρέα, ἄλλοτε δὲ πάλιν τῇ Περσεφόνῃ, ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτήτων. ΙΙ. Ἑκάτης δεῖπνον ἦτο τὸ πεμπόμενον κατὰ νουμηνίαν ὑπὸ τῶν πλουσίων τὴν νύκτα ὡς θυσία τῇ Ἑκάτῃ, ἐν ταῖς τριόδοις, οἱ δὲ πένητες ἤρχοντο πεινῶντες καὶ ἤσθιον τὰ παρατιθέμενα, Ἀριστοφ. Πλ. 594 καὶ Σχόλ. ἐν τόπῳ· φαίνεται ὅτι τὸ δεῖπνον τοῦτο εἶχε σχέσιν πρὸς ἐξαγνιστικὰς τελετάς, Πλούτ. 2. 280Β, 290D, 708F, Α. Β. 247, 21 ἐν λέξει Ἑκαταῖα, Ἐτυμ. Μ. 626. 24· καὶ ἐπειδὴ ἀπετελεῖτο συνήθως ἐξ ἀπορριμάτων καὶ περισσευμάτων τῆς τραπέζης καὶ ἐξ ἄλλης ἀθλίας τροφῆς, ἡ φράσις Ἑκαταῖα κατεσθίειν κατήντησε νὰ σημαίνῃ πᾶν ὅ,τι αἰσχρὸν καὶ ἀκάθαρτον, τά τε Ἑκαταῖα κατεσθίειν καὶ τοὺς ὄρχεις τοὺς ἐκ τῶν χοίρων, οἷς καθαίρουσιν... συλλέγοντες ἑκάστοτε συνδειπνεῖν ἀλλήλοις Δημ. 1269. 10· πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 1. 1.
Greek Monotonic
Ἑκάτη: ἡ (ἕκᾰτος),·
I. η Εκάτη, η Τοξοβόλος, σε Ησίοδ.· έπειτα, ταυτίστηκε με την Άρτεμη.
II. Ἑκάτης δεῖπνον, το γεύμα της Εκάτης, δείπνο το οποίο παρέθεταν οι πλούσιοι στη βάση του αγάλματός της την τριακοστή μέρα κάθε μήνα για τους ζητιάνους, εξαθλιωμένους και πένητες και γενικά τους φτωχούς, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Ἑκάτη, ἡ, [ἕκᾰτος]
I. Hecate, the far-darter, Hes.; later, identified with Artemis.
II. Ἑκάτης δεῖπνον Hecate's dinner, a meal set out by rich persons at the foot of her statue on the 30th of each month for beggars and paupers, Ar.
Frisk Etymology German
Ἑκάτη: {Ekátē}
Grammar: f.
Meaning: volkstümliche Göttin kleinasiatischen (karischen) Ursprungs (Hes. Th. 411ff.; interpoliert; h. Cer. usw.), auch mit Artemis identifiziert (E. Supp. 676 [lyr.]); ausführliche Behandlung bei Nilsson Gr. Rel. 1, 722ff.
Derivative: Ableitungen: Ἐκαταῖος ‘zu H. gehörig’ (S., D. u. a.), auch Ἑκατήσιος und Ἑκατικός ib. (spät); Ἑκάταιον n. Bild der H., das vor den Häusern oder an den Dreiwegen aufgestellt wurde (Ar.), Ἑκατήσιον ib. (Plu.), Ἑκατήσια n. pl. Hekate-Feier (Kos). Zahlreiche kleinasiat. EN: Ἑκαταῖος, Ἑκατήνωρ, Ἑκατᾶς usw. (Bechtel Hist. Personennamen 150f.).
Etymology: Eig. Beiname, durch Kürzung aus ἑκατηβόλος oder ἑκηβόλος (s. dd.) entstanden.
Page 1,473-474
Translations
af: Hekate; ar: هيكات; ast: Hécate; bar: Hekate; ba: Геката; bcl: Hecate; be: Геката; bg: Хеката; bn: হেকাতে; br: Hekate; bs: Hekata; ca: Hècate; cs: Hekaté; da: Hekate; de: Hekate; el: Εκάτη; grc: Ἑκάτη, Ἑκάτα; en: Hecate; eo: Hekato; es: Hécate; et: Hekate; eu: Hekate; fa: هکاته; fi: Hekate; fr: Hécate; ga: Heicité; gl: Hécate; he: הקטה; hr: Hekata; hu: Hekaté; hy: Հեկատա; id: Hekate; it: Ecate; ja: ヘカテー; ka: ჰეკატე; kk: Геката; ko: 헤카테; ku: Hekatê; la: Hecate; lb: Hekate; lt: Hekatė; mk: Хеката; mni: ꯍꯦꯀꯥꯇꯤ; nl: Hekate; no: Hekate; pl: Hekate; ps: هېکاته; pt: Hécate; ro: Hecate; ru: Геката; sh: Hekata; simple: Hecate; sk: Hekaté; sl: Hekata; sq: Hekata; sr: Хеката; sv: Hekate; tl: Hecate; tr: Hekate; uk: Геката; vi: Hecate; war: Hecate; wuu: 赫卡忒; zh_yue: 黑卡蒂; zh: 赫卡忒