καλλίπυγος
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A with beautiful πυγή, Cerc.14; epith.of Aphrodite, Ath.12.554c: Comp., ibid.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίπῡγος: -ον, ὁ, ἡ, = καλὴν τὴν πυγὴν ἔχων, Κερκιδᾶς παρ’ Ἀθήν. 554D· ὄνομα περιφήμου ἀγάλματος τῆς Ἀφροδίτης ἤδη ἐν Νεαπόλει εὑρισκομένου, Müller Archäol, d. Kunst § 377. 2.
Greek Monolingual
καλλίπυγος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους γλουτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πυγος (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. λευκό-πυγος, μελάμ-πυγος].