κατεπαμύνω

Revision as of 18:28, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

strengthd.for ἐπαμύνω, c.acc., Suid.

German (Pape)

[Seite 1396] abwehren, τινά, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κατεπᾰμύνω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἐπαμύνω, Σουΐδ., μετ’ αἰτ.

Greek Monolingual

κατεπαμύνω (Α)
επιτ. τ. του επαμύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐπ-αμύνω «βοηθώ, υπερασπίζω»].