ἐπαμύνω

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰμύνω Medium diacritics: ἐπαμύνω Low diacritics: επαμύνω Capitals: ΕΠΑΜΥΝΩ
Transliteration A: epamýnō Transliteration B: epamynō Transliteration C: epamyno Beta Code: e)pamu/nw

English (LSJ)

A come to aid, succour, τινί Il.6.361, 18.99,al., Th.3.14, al., Lys.12.99, etc.
2 abs., Il.16.540,al. (never in Od.), Hdt.1.82, Th.1.25,101, Lys.3.16, etc.; τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί apologetic arguments to prove that... Pl.Lg.891b.
3 ward off, δολίην v.l. for ἀπαμύνω in AP5.6 (Asclep.).

German (Pape)

[Seite 898] helfen, beistehen; ohne Casus, Il. 16, 540. 21, 311; τινί, 6, 361; Folgde; Prosa, Isocr. 4, 52; ταῖς συμφοραῖς 4, 42; Plat. Theaet. 168 e; καὶ βοηθέειν Her. 9, 61.

French (Bailly abrégé)

1 secourir, défendre : τινι qqn;
2 repousser, écarter : συμφοραῖς ISOCR des malheurs.
Étymologie: ἐπί, ἀμύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰμύνω: (ῡ) (эп. inf. praes. ἐπαμυνέμεν, aor. conjct. ἐπαμύνω)
1 оказывать помощь, защищать (τινί Hom., Arst., Plut.): ἐ. τοῖς πράγμασιν Dem. стараться поправить дела; οἱ ἐπαμύνοντες λόγοι Plat. доводы, доказательства;
2 защищать (от чего-л.), предотвращать (συμφοραῖς Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰμύνω: σπεύδω εἰς βοήθειάν τινος, μετὰ δοτ. ὄφρ’ ἐπαμύνω Τρῶεσσ’ Ἰλ. Ζ. 361., Σ. 99 κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 14 κ. ἀλλ., Λυσ. 139. 30, κλ. 2) ἀπολ., ἐν Ἰλ. Π. 540 κ. ἀλλ. (ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.), οὕτως ἐν Ἡροδ. 9. 61, Θουκ. 1. 25, 101, Λυσ. 97. 42, κλ.· τῶν ἐπαμυνόντων λόγων, ὡς εἰσὶ θεοὶ Πλάτ. Νόμοι 891Β.

English (Autenrieth)

aor. imp. ἐπάμῦνον: bring aid to, come to the defence, abs., and w. dat., Il. 5.685, Il. 8.414. (Il.)

Greek Monolingual

ἐπαμύνω (AM) αμύνω
1. βοηθώ, συντρέχω, έρχομαι για βοήθεια (α. «ἐπαμῡναι καὶ βοηθῆσαι τῆ πόλει αὐτῆς», Μηναία
β. «σὺ δ' οὐκ ἐθέλεις ἐπαμύνειν», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. παρέχω τεκμήρια, συμβάλλω στην απόδειξη («τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί» — τών λόγων, τών επιχειρημάτων που θα αποδείξουν ότι υπάρχουν θεοί Πλατ.).

Greek Monotonic

ἐπᾰμύνω: μέλ. -ῠνῶ, έρχομαι σε βοήθεια, υπερασπίζομαι, βοηθώ, τινί, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. κ.λπ.· απόλ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. -ῠνῶ
to come to aid, defend, assist, τινί Il., Thuc., etc.:—absol., Il., Hdt., etc.

Lexicon Thucydideum

opitulari, to aid, help, 1.25.2, 1.33.2, 1.101.1, [vulgo commonly ἐπαμύνειν] 3.14.1. 6.6.2, [vulgo commonly πέμψαντες] 6.18.1.