or γνάπτωρ, ορος, ὁ, poet. for κναφεύς, Man.4.422.
[Seite 1459] ορος, ὁ, od. γνάπτωρ, Maneth. 4, 421, = κναφεύς.
κνάπτωρ: ἢ γνάπτωρ, ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κανφεύς, Μανέθων 4. 422.
κνάπτωρ, -ορος, ὁ (Α)(ποιητ. τ.) βλ. γνάπτωρ.