κοχλιός

Revision as of 18:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A = κοχλίας, Gloss.; screw of διόππρα, Paul.Aeg.6.73, Aët.16.89.

Greek Monolingual

και χοχλιός, ο (AM κοχλιός)
ο κοχλίας, το σαλιγκάρι
αρχ.
βίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + κατάλ. -ιός (πρβλ. θαλαμ-ιός, χαραδρ-ιός). Ο τ. χοχλιός < κοχλιός, με προληπτική αφομοίωση].