κιθαραοιδός
English (LSJ)
ὁ, poet. uncontr. form of κιθαρῳδός: Sup. -ότατος Ar.V.1278, Eup.293:—late Boeot. κιθαραϝυδός IG7.3195.19 (Orchom.).
German (Pape)
[Seite 1437] ὁ, = κιθαρῳδός; Ar. Vesp. 1277 bildet den superl. κιθαραοιδότατος; s. auch Eupol. beim Schol. dazu.
Greek (Liddell-Scott)
κῐθᾰραοιδός: ὁ, ποιητ. τύπος τοῦ κιθαρῳδός, ὅθεν ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 1318, τὸ ὑπερθ. κιθαραοιδότατος· οὕτως Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 9· ― ἔν τινι Βοιωτ. ἐπιγραφ. κιθαραϝυδός, Συλ. Ἐπιγ. 1583. 19.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
joueur de cithare, chanteur s’accompagnant à la cithare.
Étymologie: κιθάρα, ἀοιδός.
Greek Monolingual
κιθαραοιδός και βοιωτ. τ. κιθαραFυδός, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) κιθαρωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα + ἀοιδός.
Russian (Dvoretsky)
κῐθᾰραοιδός: ὁ (только ирон. superl. Arph.) = κιθαρῳδός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιθαραοιδός -οῦ, ὁ poët. voor κιθαρῳδός.