κρόκα

Revision as of 18:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

heterocl. acc. sg. of κρόκη.

Greek (Liddell-Scott)

κρόκα: ἑτερόκλ. ἑνικ. αἰτ. τοῦ κρόκη.

English (Slater)

κρόκα
   1 wool ἐκ δὲ Πελλάνας ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις (sc. ἀπέβαν· τίθεται δὲ παχέα ἱμάτια ἐν Πελλήνῃ ἄγναφα. Σ, i. e. as prizes in the games) (N. 10.44) ]δε πορφυρέᾳ σὺν κρόκ[ᾳ (supp. Zuntz) Πα. 13a. 19.

Greek Monotonic

κρόκα: ετερόκλ. αιτ. του κρόκη.

Russian (Dvoretsky)

κρόκα: acc. к *κρόξ.