κρόκα
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
heterocl. acc. sg. of κρόκη.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
κρόκα: acc. к *κρόξ.
Greek (Liddell-Scott)
κρόκα: ἑτερόκλ. ἑνικ. αἰτ. τοῦ κρόκη.
English (Slater)
κρόκα wool ἐκ δὲ Πελλάνας ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις (sc. ἀπέβαν· τίθεται δὲ παχέα ἱμάτια ἐν Πελλήνῃ ἄγναφα. Σ, i. e. as prizes in the games) (N. 10.44) ]δε πορφυρέᾳ σὺν κρόκ[ᾳ (supp. Zuntz) Πα. 13a. 19.
Greek Monotonic
κρόκα: ετερόκλ. αιτ. του κρόκη.