ὁ,= στοναχή, Suid. (dub. l.).
[Seite 948] ὁ, = στοναχή, Suid.
στόνᾰχος: ὁ, = στοναχή, Σουΐδ.
ὁ, Αστοναχή, στεναγμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < στοναχή, κατά τα αρσ. σε -ος].