στοναχή

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στονᾰχή Medium diacritics: στοναχή Low diacritics: στοναχή Capitals: ΣΤΟΝΑΧΗ
Transliteration A: stonachḗ Transliteration B: stonachē Transliteration C: stonachi Beta Code: stonaxh/

English (LSJ)

ἡ, (στενάχω) groaning, wailing, Il.24.512,696, Od.16.144; σ. ἀγκαλέσωμαι E.Ph. 1499(lyr.): pl., groans, sighs, Il.2.39, al., Pi.N.10.75, S.Aj.203(anap.), etc.; στοναγὰς μέλποντο τεκέων E.Andr.1037 (lyr.); so στοναχῇσι θαλάσσης AP7.142.

German (Pape)

[Seite 948] ἡ, wie στόνος, das Gestöhne; τῶν δὲ στοναχὴ κατὰ δώματ' ὀρώρει, Il. 14, 512; neben οἰμωγή, 24, 696; auch im plur., ἔμελλεν αὐτοῖς ἐπιθήσειν ἄλγεά τε στοναχάς τε, 2, 39; vgl. δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων, Od. 5, 83, u. öfter, wie Pind. N. 10, 75; στοναχὰς ἔχομεν, wir haben zu klagen, Soph. Ai. 202; ἀχόρους στοναχὰς μέλποντο, Eur. Andr. 1038, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
gémissement.
Étymologie: στόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στοναχή -ῆς, ἡ [στενάχω] gezucht, gekreun, gejammer; met gen.: τεκέων om hun kinderen Eur. Andr. 1037.

Russian (Dvoretsky)

στονᾰχή:
1 стон, рыдание Hom., Pind., Soph., Eur.;
2 грохот, рев (θαλάσσης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

στονᾰχή: ἡ, (στενάχω) ὡς στόνος, στεναγμός, θρῆνος, Ἰλ. Ω. 512, 696, Ὀδ. Π. 144· στ. ἀνακαλεῖσθαι Εὐρ. Φοίν. 1500· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., στεναγμοί, θρῆνοι, Ἰλ. Β. 39. κ. ἀλλ. (πρβλ. ὅρμημα)· οὕτω παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 10. 141, Σοφ. Αἴ. 203· στοναχὰς μέλπεσθαι τεκέων Εὐρ. Ἀνδρ. 1037· -οὕτω, στοναχὴ θαλάσσης Ἀνθ. Π. 7. 142.

English (Autenrieth)

(στενάχω): sighing, groaning, often pl.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και στεναχή, Α
το να στενάζει κανείς, στεναγμός, θρήνος με αναστεναγμούς
αρχ.
(σχετικά με θάλασσα) ρόχθος, βουητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενάχω (πρβλ. ἰαχή). Ο φωνηεντισμός του τ. στοναχή κατά το στόνος.

Greek Monotonic

στονᾰχή: ἡ (στενάχω), στεναγμός, θρήνος, αναστεναγμός, σε Όμηρ., Ευρ.· στον πληθ., στεναγμοί, θρήνοι, οδυρμοί, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Frisk Etymological English

See also: s. στένω.

Middle Liddell

στονᾰχή, ἡ, στενάχω
a groaning, wailing, Hom., Eur.; in plural groans, sighs, Il., Soph.

Frisk Etymology German

στοναχή: {stonakhḗ}
See also: s. στένω.
Page 2,802