σμαρίλη

Revision as of 19:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,= μαρίλη, Arist.Mir.833a25.

Greek (Liddell-Scott)

σμαρίλη: [ῑ], ἡ, = μαρίλη, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 41.

Greek Monolingual

ἡ, Α
μαρίλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μαρίλη. Για το αρκτικό σ- πρβλ. μικρός: σμικρός.

Russian (Dvoretsky)

σμᾰρίλη: (ῐ) ἡ Arst. = μαρίλη.