στύγνωσον
English (LSJ)
χώρισον, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χώρισον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιος τ., πιθ. εσφαλμένος].
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χώρισον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιος τ., πιθ. εσφαλμένος].
χώρισον, Hsch.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χώρισον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιος τ., πιθ. εσφαλμένος].
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χώρισον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιος τ., πιθ. εσφαλμένος].