εσφαλμένος
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
-η, -ο
μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. σφάλλω.
επίρρ...
εσφαλμένως και -α (ΑΜ ἐσφαλμένως)
κατά λάθος, λανθασμένα, παράλογα, κακώς.