εσφαλμένος

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. σφάλλω.
επίρρ...
εσφαλμένως και -α (ΑΜ ἐσφαλμένως)
κατά λάθος, λανθασμένα, παράλογα, κακώς.