τεσσαρακόσιοι
English (LSJ)
αι, α, late form of τετρακόσιοι, Str.6.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
τεσσαρακόσιοι: -αι, -α, μεταγεν. τύπος τοῦ τετρακόσιοι.
Greek Monolingual
-αι, -α, Α
(μτγν. τ.) βλ. τετρακόσιοι.
αι, α, late form of τετρακόσιοι, Str.6.2.1.
τεσσαρακόσιοι: -αι, -α, μεταγεν. τύπος τοῦ τετρακόσιοι.
-αι, -α, Α
(μτγν. τ.) βλ. τετρακόσιοι.