τορνίσκος

Revision as of 20:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ, Dim. (in form) of τόρνος, Ph.Bel.53.4, IG11(2).161 A105 (Delos, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, dim. von τόρνος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τορνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ τόρνος, τὸν τορνίσκον λαβόντες καὶ διαστάντες Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 53.

Greek Monolingual

ὁ, Α
μικρός τόρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόρνος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].