οῦ, ὁ,
A distributor of τριτεῖς, IGRom. 4.477, 1680 (Pergam.), Rev.Phil.37.311 (Thyatira, ii A. D.).
τρῐτευτής: -οῦ, ὁ, ὁ λαμβάνων ἀξίωμα διὰ τρίτην φοράν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3490.
ὁ, Α τριτεύωαυτός που αναλαμβάνει ένα αξίωμα για τρίτη φορά.