καρπεύω

Revision as of 20:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

   A enjoy the fruits of, Χώραν Hyp.Fr.107, IG9(1).693.3 (Corc.), cf. Plb.10.28.3: generally, profit by, Gal.9.790: abs., SIG1044.18 (Halic., iv/iii B.C.):— Med., Supp.Epigr.3.378B30 (Delph., ii/i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1328] die Frucht einsammeln, ernten, benutzen, Hyperid. bei Poll. 7, 149; χώραν Pol. 10, 28, 3; – intrans., = εὐκαρπέω, Ar. bei Poll. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

καρπεύω: καρποῦμαί τι, κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κατέχειν ἢ κεκτῆσθαι, καρπεύειν ἀγαθὴν καὶ πλείστην χώραν Ὑπερδείδ. παρὰ Πολυδ. Ζ', 149, Συλλ. Ἐπιγρ. 1840, κ. ἀλλ., Πολύβ. 10. 28, 3.

Greek Monolingual

(AM καρπεύω) [[[καρπός]] (Ι)]
νεοελλ.-μσν.
παράγω καρπούς («οι πορτοκαλιές έχουν καρπέψει»)
αρχ.
1. συγκομίζω τον καρπό
2. επωφελούμαι από κάποιον.

Russian (Dvoretsky)

καρπεύω:
1) собирать жатву: τό καρπευθέν Plut. собранная жатва;
2) пользоваться, эксплуатировать (τὴν χώραν Polyb.).