επωφελούμαι

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπωφελῶ, -έω) ωφελώ
νεοελλ.
χρησιμοποιώ, αξιοποιώ τις δυνατότητες που μού παρέχονται για να ωφεληθώ («επωφελήθηκε από την περίσταση»)
αρχ.
ωφελώ, βοηθώ («κεῖνον θέλων ἐπωφελῆσαι ταῡτ’ ἓδρα», Σοφ.).