κενταυρίς

Revision as of 20:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = κενταύρειον τὸ μικρόν, Thphr.HP9.8.7, 9.14.1.    II a kind of ear-ring, Com.Adesp.1034 (pl.).    III female Centaur, Philostr.Im.2.3.

Greek (Liddell-Scott)

κενταυρίς: -ίδος, ἡ, = κενταύριον, Θεοφρ. π. Φυτ. 9. 8, 7. ΙΙ. εἶδος ἐνωτίου, Κωμ. Ἀποσπ. 5, σ. 398, Πολυδ. Ε΄, 97.

Greek Monolingual

κενταυρίς, ἡ (Α) κένταυρος
1. το φυτό μικρό κενταύριο
2. είδος σκουλαρικιού
3. θηλ. του κένταυρος, η κενταυρίδα.