μεσῆλιξ

Revision as of 20:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ῐκος, ὁ, ἡ,

   A middle-aged, Artem.1.31, Poll.2.12, Gp.1.12.16, Hsch.

German (Pape)

[Seite 137] ικος, von mittlerem Alter, Artemid. 1, 31; Poll. 2, 12; s. auch μεσοῆλιξ.

Greek (Liddell-Scott)

μεσῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ μέσην ἔχων ἡλικίαν, μεσόκοπος, Ἀρτεμίδ. 1. 91, Πολυδ. Β΄, 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεσῆλιξ· ἀπὸ ἐτῶν τεσσαράκοντα ἕως πεντήκοντα».

Greek Monolingual

μεσῆλιξ, -ικος, ὁ και ἡ (ΑM)
βλ. μεσήλικος.