πεντήκοντα
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τά, indecl., fifty, Il.2.509, etc.: Boeot. πεντείκοντα Corinn. Supp.2.67: gen. pl. πεντηκόντων Schwyzer 688 D 7 (Chios, V B.C.).
German (Pape)
[Seite 558] funfzig, Hom. u. Folgde überall.
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
cinquante.
Étymologie: πέντε, -κοντα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντήκοντα [πέντε] indecl., vijftig.
Russian (Dvoretsky)
πεντήκοντα: οἱ, αἱ, τά indecl. пятьдесят Hom. etc.
English (Autenrieth)
English (Slater)
πεντήκοντα fifty Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν (N. 10.1) Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Νηρείδεσσί τε πεντήκοντα (I. 6.6) ]Δωρίδος [πε]ντήκο[ντα κο]ύραις (supp. Lobel) Θρ. 4. 5.
Spanish
English (Strong)
multiplicative of πέντε; fifty: fifty.
English (Thayer)
οἱ, αἱ, τά, fifty: R G πεντηκοντατριῶν (as one word)); ἀνά πεντήκοντα by fifties (see ἀνά, 2), L T Tr WH κατά πεντήκοντα; see κατά, II:3a. γ.); Homer down.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, πενήντα ΝΜ, πεντῆντα και, αιολ. και βοιωτ. τ., πεντείκοντα Α
άκλ. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει ποσότητα που συνίσταται σε πέντε δεκάδες και το οποίο έχει ως αραβικό σύμβολό του το 50, ως αρχαίο ελληνικό το ν' και ως λατινικό το >
νεοελλ.
1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά ή τάξη έχει τον αριθμό πενήντα, ο πεντηκοστός («είναι στα πενήντα» — είναι στο πεντηκοστό έτος της ηλικίας του)
2. (με αρθρ. ουδ. ως ουσ.) το πεντήκοντα και συνήθως το πενήντα- καθετί το οποίο φέρει αυτόν τον αριθμό («το πενήντα δωμάτιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- + -ή-κοντα (πρβλ. εξ-ή-κοντα, ογδο-ή-κοντα). Το -η-(-ē-) του τ. απαντά και σε τ. άλλων γλωσσών (πρβλ. ινδ. pancā-śat-, αρμεν. yi-sun). To β' συνθετικό -κοντα ανάγεται σε ΙΕ τ. dkomt «δεκάδα» με δυσερμήνευτη κατάλ. -α (πρβλ. τριάκοντα). Ο τ. πεντῆντα, τέλος, είναι μτγν., ενώ το πενήντα < πεντῆντα (ανομοιωτικά) < πεντήκοντα (πρβλ. εξήντα < εξήκοντα)].
Greek Monotonic
πεντήκοντα: οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, πενήντα, Λατ. quinquaginta, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
πεντήκοντα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλιτ., ὁ ἀριθμ. πεντήκοντα, κοινῶς «πενῆντα», Λατ. quinquaginta, Ἰλ. Β. 509, κτλ.· Αἰολ. πεντείκοντα, Κόριννα 13.
Middle Liddell
fifty, Lat. quinquaginta, Il., etc.
Chinese
原文音譯:pent»konta 偏帖寬他
詞類次數:形容詞(7)
原文字根:五十
字義溯源:五十;源自(πέντε)*=五)。路加福音說到兩個欠債的,一個欠五兩銀子( 路7:41),原文是說:欠五十得拿利(錢幣);得那里阿是羅馬銀幣,一得那里阿約為一日工資
出現次數:總共(7);可(1);路(3);約(2);徒(1)
譯字彙編:
1) 五十(6) 路7:41; 路9:14; 路16:6; 約8:57; 約21:11; 徒13:20;
2) 五十的(1) 可6:40
Léxico de magia
tb. νʹ cincuenta letras εἰς φιλύρινον γράψον κινναβάρει τὸ ὄνομα τοῦτο· εποκωπτ κωπτο βαϊ βαιτοκαρακωπτο καρακω πτο χιλοκωπτο βαϊ (γράμματα νʹ) en madera de tilo escribe con cinabrio este nombre: epokopt kopto bai baitokarakopto karako pto chilokopto bai (cincuenta letras) P IV 2698 piñones στροβίλια π. μετὰ δύο κυάθων γλυκέος καὶ κόκκους πεπέρεως τρίψας πίε machaca cincuenta piñones y granos de pimienta con dos tazas de vino dulce y bébelo P VII 183
Lexicon Thucydideum
quinquaginta, fifty, 1.10.4. 1.27.1, 1.46.1. 1.55.1. 1.63.3. 1.110.4. 1.115.3. 1.118.2, 1.138.5. 2.2.1, 2.25.1. 2.56.2. 2.58.3. 3.17.2. 3.76.1. 3.81.2. 4.13.2. 4.44.6. 4.113.2. 4.129.2. 5.8.4. 5.18.3. 5.23.1. 5.41.2. 5.68.3, 5.79.1. 6.31.2. 6.43.1. 6.67.2. 6.71.1. 6.94.4. 6.98.1. 6.98.17.30.2. 7.33.4. 7.72.3. 7.81.3. 8.25.1. 8.26.1. 8.29.2, [καί πεντήκοντα, quae delenda esse videntur, cf. Popp. adn. which seem ought to be deleted, compare Poppo's note]. 8.100.1. 8.100.3.