πατροτύπτης

Revision as of 20:50, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who beats his father, Is.Fr. 166, Ph. 1.135, S.E.M. 2.44, Theon Prog.13.

German (Pape)

[Seite 536] ὁ, der seinen Vater schlägt; Isae. bei Poll. 3, 13; Heraclid. alleg. Hom. 18; Sext. Emp. adv. rhett. 44.

Greek (Liddell-Scott)

πατροτύπτης: -ου, ὁ, ὁ τύπτων τὸν ἑαυτοῦ πατέρα, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 13, Σέφτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 44.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που χτυπά τον πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -τύπτης (< τύπτω), πρβλ. μητρο-τύπτης].

Russian (Dvoretsky)

πατροτύπτης: ου ὁ бьющий своего отца Isae., Sext.