πατροτύπτης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who beats his father, Is.Fr. 166, Ph. 1.135, S.E.M. 2.44, Theon Prog.13.
German (Pape)
[Seite 536] ὁ, der seinen Vater schlägt; Isae. bei Poll. 3, 13; Heraclid. alleg. Hom. 18; Sext. Emp. adv. rhett. 44.
Greek (Liddell-Scott)
πατροτύπτης: -ου, ὁ, ὁ τύπτων τὸν ἑαυτοῦ πατέρα, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 13, Σέφτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 44.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που χτυπά τον πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -τύπτης (< τύπτω), πρβλ. μητρο-τύπτης].
Russian (Dvoretsky)
πατροτύπτης: ου ὁ бьющий своего отца Isae., Sext.