φιλοσκωμμοσύνη

Revision as of 21:10, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ἡ,

   A fondness for scoffing or jesting, Poll.5.161.

German (Pape)

[Seite 1285] ἡ, Neigung, Hang zum Spotten, Poll. 5, 161.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοσκωμμοσύνη: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὰ σκώμματα, ἢ τοὺς ἀστεϊσμούς, Πολυδ. Ε΄, 161.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλοσκώμμων, -ονος]
η αγάπη προς τα σκώμματα, η σκωπτική διάθεση.