διάθεση

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

η (Α διάθεσις, -εως) διατίθημι
1. τοποθέτηση, διάταξη σε χώρο, διευθέτηση, τακτοποίηση, συγύρισμα
2. χρησιμοποίηση πραγμάτων (κυρίως χρημάτων)
3. μοίρασμα περιουσίας, κληροδοσία (συνήθως με διαθήκη)
4. ψυχική ή σωματική κατάσταση, κέφι, όρεξη
5. τα αισθήματα που τρέφει κανείς για κάποιον άλλο
6. πληθ. οι διαθέσεις
ο σκοπός, οι προθέσεις
7. γραμμ. έννοια εκφραζόμενη από το ρήμα (ενέργεια, πάθος, κατάσταση)
8. φρ. α) «είμαι στη διάθεσή σου» — μπορώ να σέ εξυπηρετήσω όπως νομίζεις
β) «δεν έχω διάθεση για ύπνο απόψε» — δεν νυστάζω
αρχ.
1. διαρρύθμιση έργων τέχνης ή μελών γλυπτού συμπλέγματος
2. ρητορική δεινότητα
3. ομοιότητα
4. έκθεση για πώληση
5. διαθήκη.