συφός

Revision as of 21:10, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ὁ,

   A = συφεός, Lyc.676, Poll.7.187.

Greek (Liddell-Scott)

σῠφός: ὁ, = συφεός, στένοντες ἄτας ἐν συφοῖσο φορβάδες, «χοίρων κοίταις, χοίρων μάνδραις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 676· «συφεοὶ καὶ συφοὶ καὶ χοιροκομεῖα» Πολυδ. Α΄, 251.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χοιροστάσιο, συφεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του συφεός].