συφεός

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῠφεός Medium diacritics: συφεός Low diacritics: συφεός Capitals: ΣΥΦΕΟΣ
Transliteration A: sypheós Transliteration B: sypheos Transliteration C: syfeos Beta Code: sufeo/s

English (LSJ)

ὁ, pigsty, hogsty, Od.10.238, 14.13,73, Parth.12.2; συφεόνδε = to the sty, Od.10.320:—Ep. form συφειός, ib.389. (Prob. from σῦς.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
étable à porcs, porcherie.
Étymologie: σῦς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συφεός -οῦ, ὁ, ep. συφειός [σῦς] varkenshok.

German (Pape)

ὁ, der Schweinstall, Schweinkosen, Od. 10.238, 14.13, 73; συφεόνδε, zum Schweinkosen hin, Od. 10.320.

Russian (Dvoretsky)

σῠφεός:σῦς свиной хлев Hom.

English (Autenrieth)

sty; συφεόνδε, to the sty. (Od.)

Greek Monolingual

και επικ. τ. συφειός, ὁ, Α
χοιροστάσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συ-φ-εός έχει σχηματιστεί < σῦς «χοίρος, κάπρος» + επίθημα -εός (πρβλ. θηρεός, κολεός). Δυσερμήνευτο, ωστόσο, παραμένει το -φ- του τ. Αν δεχθούμε ότι η λ. εμφανίζει επίθημα -φεός, προκύπτουν μορφολογικές δυσχέρειες, λόγω του ότι ο σχηματισμός του από το επίθημα -φος, που απαντά συνήθως σε ον. ζώων (πρβλ. έλαφος) δεν θεωρείται πιθανός. Αντίθετα, πιο ικανοποιητική φαίνεται η άποψη ότι πρόκειται για συνθ. τ. < σῦς + -φεός (< -φεF-ός, από την απαθή βαθμίδα της ρίζας bhew- του ρ. φύω / φύομαι). Κατ' άλλους, το β' συνθετικό του τ. συνδέεται με το λατ. fovea «βόθρος, όρυγμα». Τέλος, ο επικ. τ. συφειός οφείλεται σε μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

σῠφεός: και σῠφειός, ὁ (σῦς), τόπος όπου τρέφονται χοίροι, χοιροστάσιο, μάντρα για χοίρους, σε Ομήρ. Οδ.· συφεόνδε, στο χοιροστάσιο, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σῠφεός: ὁ, τόπος ὅπου οἱ σύες τρέφονται, μάνδρα χοίρων, Ὀδ. Κ. 238, Ξ. 13, 73· συφεόνδε, εἰς τὸν συφεόν, ὁ αὐτ. Κ. 320· - Ἐπικ. τύπ. συφειός, αὐτόθι 389, (Ἐκ τοῦ σῦς· ἴσως ἀντὶ συ-ϝεός).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: swine-sty (Od., Parth., Gp.).
Other forms: -ειοῦ κ 389 metr. lengthening at verse-end; cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 104); also συφός (Lyc., Poll.), -εών m. id. (Agath., Gp.; after ἀνδρ(ε)ών a.o.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For the ending cf. φωλεός, κολεός a.o. To σῦς, but in detail unclear. After Prellwitz BB 22, 108 from *-φεϜος to φύω (with full grade as in Skt. bhávati be, become). Semant. clearer Lagercrantz (s. Idg. Jb. 13, 201): to Lat. fovea pit(fall). Older proposal (by Fick 13, 699) in Curtius 600 (to Lat. favus).

Middle Liddell

σῠφεός, and σῠφειός, οῦ, ὁ [σῦς]
a hog-sty, Od.; συφεόνδε to the sty, Od.

Frisk Etymology German

συφεός: {sŭpheós}
Forms: (-ειοῦ κ 389 metr. Dehnung am Versende; vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 104); auch συφός (Lyk., Poll.), -εών m. ib. (Agath., Gp.; nach ἀνδρ(ε)ών u.a.).
Grammar: m.
Meaning: Schweinestall (Od., Parth., Gp.);
Etymology: Zum Ausgang vgl. φωλεός, κολεός u. a. Zu σῦς, aber im einzelnen unklar. Nach Prellwitz BB 22, 108 aus *-φεϝος zu φύω (mit Hochstufe wie in aind. bhávati ‘(da) sein, werden’). Semantisch anschaulicher Lagercrantz (s. Idg. Jb. 13, 201): zu lat. fovea Grube. Alterer Vorschlag (von Fick 13, 699) bei Curtius 600 (zu lat. favus).
Page 2,824

Translations

pigsty

Arabic: زَرِيبَةُ خَنَازِير‎; Egyptian Arabic: زريبة خنازير‎; Armenian: խոզանոց; Azerbaijani: donuz damı; Belarusian: свінарнік, хлеў; Bikol Central: tangkal; Bulgarian: кочина, свинарник; Burmese: ဝက်ခြံ; Catalan: cort de porcs, porcatera, porcellera, soll; Chinese Mandarin: 豬圈, 猪圈, 豬舍, 猪舍; Corsican: purcile, purcili; Czech: chlívek, vepřín; Dalmatian: cosuol; Danish: svinesti; Dutch: varkensstal, zwijnenstal; Esperanto: porkejo; Finnish: sikolätti; French: porcherie; Galician: cortello; Georgian: საღორე; German: Saustall, Koben, Schweinestall; Alemannic German: Süüwfigler; Greek: χοιροστάσιο; Ancient Greek: καπρών, συβόσιον, συοβαύβαλος, συοβόσκιον, συοφόρβιον, συφεός, συφειός, συφεός, συφόρβιον, ὑοφορβεῖον, ὑοφορβία, ὑοφόρβιον, χοιρεών, χοιροκομεῖον, χοιροκτονεῖον, χοιρομάνδριον, χοιροτροφεῖον; Hungarian: disznóól; Icelandic: svínastía; Irish: cró muc, cró muice; Old Irish: muccḟoil, foil; Italian: porcile; Japanese: 豚舎, 豚小屋; Kabuverdianu: txikeru, txeker; Lao: ຄອກໝູ; Latin: hara, suile; Macedonian: свињарник, кочина; Manchu: ᡠᠨ; Maori: pākoro poaka, pahiko poaka, pākoro, pākorokoro, rāihe poaka; Norman: cotte à couochons; Old English: hlose; Plautdietsch: Schwienhock; Polish: chlew; Portuguese: pocilga, chiqueiro; Romanian: cocină; Russian: свинарник, хлев, свинарня; Serbo-Croatian Cyrillic: свињац; Roman: svinjac; Slovak: chlievik; Slovene: svinjak; Spanish: pocilga, chiquero, cochiquera, cochitril, porqueriza, zahúrda; Swedish: svinstia; Tagalog: ulbo; Thai: คอกหมู; Turkish: domuz ahırı; Ukrainian: свинарник, хлів; Vietnamese: chuồng lợn