εως, ἡ,
A shaking off: licentious dance, Poll.4.101.
[Seite 323] ἡ, das Abschütteln; ein unzüchtiger Tanz, Poll.
ἀπόσεισις: -εως, ἡ, τὸ ἀποσείειν· ἀσελγὴς τις ὄρχησις, Πολυδ. Δ΄, 101.
-εως, ἡ meneo, sacudida en una danza, Poll.4.101.