sacudida
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
βρασμός, βράσμα, ἔνοσις, ἀπόσεισις, διαφορά, ἐνσεισμός, ἀκιναγμός, ἐκτίναγμα, βρασματίας, ἐκκίνησις, ἀκίναγμα, ἀναβρασμός, ἐντίναγμα, δνοπάλιξις, ἐκτιναγμός, ἐλελιγμός