ἐπίγναφος

Revision as of 21:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ον,

   A cleaned, of clothes, Poll.7.77; cf. δευτερουργός II.

German (Pape)

[Seite 933] wieder aufgewalkt, neu aufgekratzt, nach Poll. 7, 77 späterer Ausdruck für δευτερουργός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίγνᾰφος: -ον, ἐπεσκευασμένος, Σουΐδ. ἐν λέξει παλιναίρετα, Πολυδ. Ζ΄, 77· πρβλ. δευτερουργός.

Greek Monolingual

ἐπίγναφος, -ον (Α) επιγνάπτω
καθαρισμένος, καθαρός.